Η διαφθορά στην Ελλάδα παραμένει μια επίμονη πρόκληση, βαθιά ριζωμένη στον πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό της ιστό. Από τις 17 Ιουλίου 2025, το ζήτημα συνεχίζει να διαμορφώνει την αντίληψη του κοινού και να εμποδίζει την ανάπτυξη της χώρας, παρά τις προσπάθειες αντιμετώπισής του. Αυτό το άρθρο διερευνά τη φύση της διαφθοράς στην Ελλάδα, τον αντίκτυπό της και τον συνεχιζόμενο αγώνα για την καταπολέμησή της, παρέχοντας μια ισορροπημένη άποψη για ένα σύνθετο πρόβλημα.
Το εύρος της διαφθοράς
Η Ελλάδα κατατάσσεται σταθερά μεταξύ των χαμηλότερων βαθμίδων της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά την αντίληψη της διαφθοράς. Σύμφωνα με τον Δείκτη Αντίληψης Διαφθοράς της Διεθνούς Διαφάνειας για το 2024, η Ελλάδα σημείωσε 49 στα 100 (όπου το 0 αντιστοιχεί σε υψηλή διαφθορά και το 100 σε πολύ καθαρή), κατατάσσοντάς την 69η παγκοσμίως και κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, που είναι 66. Αυτό αντικατοπτρίζει εκτεταμένα ζητήματα δωροδοκίας στον δημόσιο τομέα, φοροδιαφυγής και ευνοιοκρατίας στις δημόσιες συμβάσεις. Ιστορικά παραδείγματα περιλαμβάνουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004, όπου οι υπερβάσεις κόστους ύψους 8,5 δισεκατομμυρίων ευρώ αποδόθηκαν εν μέρει σε κακοδιαχείριση και μίζες, και το συνεχιζόμενο σκάνδαλο της Siemens, που αφορούσε δωροδοκίες 100 εκατομμυρίων ευρώ σε Έλληνες αξιωματούχους για συμβάσεις.
Η διαφθορά εκδηλώνεται και στην καθημερινή ζωή. Μικρής κλίμακας δωροδοκίες, ή «φακελάκια» (φακέλοι), αναφέρονται σε αλληλεπιδράσεις με δημόσιους αξιωματούχους, όπως η εξασφάλιση ιατρικών ραντεβού ή η αποφυγή προστίμων. Μια έρευνα του Ευρωβαρόμετρου του 2023 διαπίστωσε ότι το 23% των Ελλήνων πιστεύει ότι η διαφθορά είναι αναπόφευκτη στις καθημερινές συναλλαγές, ποσοστό υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι 16%.
Οικονομικός και Κοινωνικός Αντίκτυπος
Το οικονομικό κόστος είναι σημαντικό. Η διαφθορά εκτιμάται ότι κοστίζει στην Ελλάδα 6-8 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, ποσό που αντιστοιχεί στο 3-4% του ΑΕΠ της, σύμφωνα με το Ελληνικό Υπουργείο Οικονομικών. Αυτό επιδεινώνει την κρίση χρέους της χώρας, η οποία κορυφώθηκε στο 180% του ΑΕΠ το 2018 και παραμένει βάρος στο 165% το 2025. Η φοροδιαφυγή, μια μορφή διαφθοράς, στερεί από το κράτος 10-12 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, υπονομεύοντας δημόσιες υπηρεσίες όπως η υγειονομική περίθαλψη και η εκπαίδευση.
Κοινωνικά, η διαφθορά διαβρώνει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς. Μόνο το 19% των Ελλήνων εμπιστεύονται την κυβέρνησή τους, σύμφωνα με έρευνα του Eurofound του 2024, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι 38%. Αυτή η απογοήτευση τροφοδοτεί τη μετανάστευση, με πάνω από 500.000 ειδικευμένους εργαζόμενους να έχουν φύγει από το 2010, συμπεριλαμβανομένων πολλών στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης και της τεχνολογίας, επιβαρύνοντας περαιτέρω την οικονομία.
Ιστορικό και Πολιτιστικό Πλαίσιο
Οι ρίζες της διαφθοράς ανάγονται στην μεταπολεμική περίοδο της Ελλάδας, όπου ο πελατειακός χαρακτήρας —η εύνοια πολιτικών συμμάχων με θέσεις εργασίας ή συμβάσεις— εδραιώθηκε. Τη δεκαετία του 1980 αυτό εντάθηκε υπό σοσιαλιστική διακυβέρνηση, με την επέκταση του δημόσιου τομέα να οδηγεί σε αναποτελεσματικότητα και πελατεία. Η πολιτισμική αποδοχή της παράκαμψης των κανόνων, που συχνά δικαιολογείται ως επιβίωση σε μια δύσκολη οικονομία, διαιωνίζει το ζήτημα. Ενώ αυτό διαφέρει από την πιο δομημένη διαφθορά σε ορισμένα κράτη της βόρειας Ευρώπης, δημιουργεί μια μοναδική πρόκληση στην Ελλάδα.
Προσπάθειες για την καταπολέμηση της διαφθοράς
Η Ελλάδα έχει λάβει μέτρα για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Η δημιουργία της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (ΕΑΔ) το 2019 είχε ως στόχο την εποπτεία των δημόσιων δαπανών και τη διερεύνηση της διαφθοράς, με αξιοσημείωτες επιτυχίες στη δίωξη υποθέσεων φοροδιαφυγής, ανακτώντας 1,2 δισεκατομμύρια ευρώ έως το 2023. Η πίεση της ΕΕ, σε συνδυασμό με τους όρους διάσωσης, έχει επιβάλει μεταρρυθμίσεις όπως η ψηφιοποίηση των φορολογικών συστημάτων, η μείωση των συναλλαγών με μετρητά και η ενίσχυση των νόμων κατά της δωροδοκίας. Το σχέδιο ανάκαμψης του 2021 διέθεσε 500 εκατομμύρια ευρώ σε μέτρα κατά της διαφθοράς, δείχνοντας δέσμευση για αλλαγή.
Ωστόσο, η πρόοδος είναι αργή. Η Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας (ΕΑΑ) παραμένει υποστελεχωμένη, με μόνο 150 ερευνητές για έναν πληθυσμό 10,4 εκατομμυρίων, και οι πολιτικές παρεμβάσεις συνεχίζουν να υπονομεύουν την ανεξαρτησία. Ο σκεπτικισμός του κοινού παραμένει, με το 68% να πιστεύει ότι οι προσπάθειες καταπολέμησης της διαφθοράς είναι αναποτελεσματικές, σύμφωνα με δημοσκόπηση της Καθημερινής του 2024.
Επιπτώσεις και μελλοντικές προοπτικές
Η διαφθορά καταπνίγει τις δυνατότητες της Ελλάδας, αποτρέποντας τις ξένες επενδύσεις —οι άμεσες ξένες επενδύσεις μειώθηκαν στα 3,5 δισεκατομμύρια ευρώ το 2024 από 4,8 δισεκατομμύρια ευρώ το 2019— και διαιωνίζοντας την οικονομική στασιμότητα. Για τις επιχειρήσεις, ιδίως τις μικρές, η πλοήγηση σε διεφθαρμένα δίκτυα μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο, αν και η μετεγκατάσταση (π.χ. στις ΗΠΑ) μπορεί να προσφέρει μια διέξοδο, όπως έχει διερευνηθεί σε προηγούμενες συζητήσεις.
Κοιτώντας μπροστά, η αυξημένη διαφάνεια μέσω της ψηφιακής διακυβέρνησης και η ισχυρότερη δικαστική ανεξαρτησία θα μπορούσαν να αλλάξουν την κατάσταση. Το πλαίσιο παρακολούθησης της ΕΕ για το 2025 μπορεί να πιέζει για λογοδοσία, αλλά η επιτυχία εξαρτάται από πολιτισμικές αλλαγές και πολιτική βούληση. Από σήμερα, 17 Ιουλίου 2025, στις 09:35 π.μ. EEST, η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι, εξισορροπώντας την πλούσια κληρονομιά της με την επείγουσα ανάγκη εξάλειψης της διαφθοράς.

