Εισαγωγή
Η διαφθορά στην αστυνομία στην Ελλάδα αποτελεί μακροχρόνιο πρόβλημα, βαθιά συνυφασμένο με το κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό τοπίο της χώρας. Από τη δωροδοκία και τις διασυνδέσεις με το οργανωμένο έγκλημα έως την υπερβολική χρήση βίας, οι αναφορές για ανάρμοστη συμπεριφορά εντός της Ελληνικής Αστυνομίας έχουν εγείρει ανησυχίες τόσο σε εγχώριο όσο και σε διεθνές επίπεδο. Παρά τις προσπάθειες για την καταπολέμηση της διαφθοράς μέσω νομοθετικών μεταρρυθμίσεων και πρωτοβουλιών κατά της διαφθοράς, η Ελλάδα συνεχίζει να αντιμετωπίζει συστημικές προκλήσεις που υπονομεύουν την εμπιστοσύνη του κοινού στις αρχές επιβολής του νόμου. Αυτό το άρθρο διερευνά πρόσφατες αναφορές για διαφθορά στην αστυνομία, το ιστορικό της πλαίσιο και τις συνεχιζόμενες προσπάθειες για την αντιμετώπισή της.
Ιστορικό Πλαίσιο
Η διαφθορά στην Ελλάδα έχει ρίζες στην ιστορία της μετά την ανεξαρτησία, ιδιαίτερα μετά τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας (1821–1830). Υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι, συνηθισμένοι στην ανεξέλεγκτη εξουσία υπό την οθωμανική κυριαρχία, συχνά διατήρησαν την επιρροή τους στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, καλλιεργώντας μια κουλτούρα φοροδιαφυγής και ευνοιοκρατίας. Αυτό το ιστορικό υπόβαθρο έχει συμβάλει στην αντίληψη της διαφθοράς ως «εθνικού αθλήματος», με τη φοροδιαφυγή από μόνη της να κοστίζει στο κράτος έως και 30 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η αστυνομική διαφθορά έχει ακμάσει, η οποία επιδεινώθηκε από την έλλειψη ισχυρών εσωτερικών μηχανισμών εποπτείας μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες.
Μορφές Αστυνομικής Διαφθοράς
Δωροδοκία και Εκβιασμός
Η δωροδοκία είναι μια κοινή μορφή αστυνομικής διαφθοράς στην Ελλάδα, με το 96% των πολιτών να τη θεωρούν αποδεκτή πρακτική για την αποφυγή ποινών ή την εξασφάλιση υπηρεσιών όπως οι άδειες οδήγησης. Οι αναφορές δείχνουν ότι αστυνομικοί έχουν εμπλακεί σε απάτες προστασίας, εκβιάζοντας επιχειρήσεις όπως πορνεία και καζίνο. Μια αξιοσημείωτη υπόθεση το 2020 αποκάλυψε ένα δίκτυο διεφθαρμένων αστυνομικών που προσέφεραν «προστασία» σε παράνομες δραστηριότητες, δημιουργώντας μηνιαίο κύκλο εργασιών ύψους περίπου 1 εκατομμυρίου ευρώ. Το 2021, τουλάχιστον 30 αστυνομικοί εμπλέκονταν σε παράνομη απάτη με υπηκοότητα, με έναν υψηλόβαθμο αξιωματικό να φέρεται να ηγείται του σχεδίου, το οποίο αφορούσε 320.000 ευρώ σε παράνομα μετρητά.
Συνδέσεις με το οργανωμένο έγκλημα
Η ελληνική αστυνομία έχει αντιμετωπίσει κατηγορίες για βαθείς δεσμούς με το οργανωμένο έγκλημα. Το 2023, ο ηγέτης της αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας ισχυρίστηκε ότι «η ελληνική μαφία βρίσκεται στην αστυνομία», υποδεικνύοντας μια εγκληματική οργάνωση που περιλαμβάνει εν ενεργεία και συνταξιούχους αξιωματικούς που διαχειρίζονται μια απάτη προστασίας σε 900 επιχειρήσεις. Σοκαριστικά, ένας εμπλεκόμενος αξιωματούχος προήχθη σε διευθυντή της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, υπογραμμίζοντας τις συστημικές αποτυχίες εποπτείας. Πιο πρόσφατα, τον Ιούλιο του 2025, υψηλόβαθμοι αξιωματικοί συνελήφθησαν για διακίνηση κατασχεμένων ναρκωτικών αξίας εκατομμυρίων, με έναν αξιωματικό να φέρεται να συγκέντρωσε 5 εκατομμύρια ευρώ σε τραπεζικούς λογαριασμούς χωρίς να εγείρει υποψίες.
Εμπορία ανθρώπων και κακοποίηση μεταναστών
Η εμπλοκή της αστυνομίας στην εμπορία ανθρώπων αποτελεί αυξανόμενη ανησυχία, ιδίως δεδομένου του ρόλου της Ελλάδας ως πύλης εισόδου μεταναστών στην Ευρώπη. Το 2015, αστυνομικοί στη Σαντορίνη εντοπίστηκαν να παρέχουν πλαστά έγγραφα και αεροπορικά εισιτήρια σε παράνομους μετανάστες. Το 2024, συνοριοφύλακες συνελήφθησαν για συμμετοχή σε δίκτυο λαθρεμπορίου μεταναστών από την Τουρκία. Επιπλέον, αναφορές για αστυνομική βαρβαρότητα κατά μεταναστών, συμπεριλαμβανομένης της εθνοτικής κατηγοριοποίησης και των αυθαίρετων κρατήσεων κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων όπως η «Ξένιος Ζευς» (2012–2013), έχουν προκαλέσει κριτική από οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Υπερβολική Χρήση Βίας
Τα καταγγελίες για αστυνομική βαρβαρότητα έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια διαμαρτυριών και lockdown. Το 2021, ο Συνήγορος του Πολίτη ανέφερε αύξηση 75% στις καταγγελίες κατά της αστυνομίας, αποδίδοντάς την στην αυξημένη αστυνόμευση κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19. Τα περιστατικά περιλαμβάνουν χρήση δακρυγόνων και κλομπ από αστυνομικούς σε ειρηνικούς διαδηλωτές, με μια αξιοσημείωτη περίπτωση να αφορά περιστατικό με φορτηγό υψηλής ταχύτητας κατά τη διάρκεια μιας συγκέντρωσης. Τέτοιες ενέργειες έχουν τροφοδοτήσει κατηγορίες για ατιμωρησία, με τις έρευνες να αμαυρώνονται συχνά από μεροληψία ή ανεπαρκή παρακολούθηση.
Επιπτώσεις στην εμπιστοσύνη του κοινού
Η διαφθορά στην αστυνομία έχει διαβρώσει σημαντικά την εμπιστοσύνη του κοινού στις αρχές επιβολής του νόμου. Μια έρευνα του Ευρωβαρόμετρου του 2024 διαπίστωσε ότι το 54% των Ελλήνων πιστεύει ότι η διαφθορά επηρεάζει τα άδικα αποτελέσματα σε δημόσιους διαγωνισμούς και υπηρεσίες. Ο Δείκτης Αντίληψης Διαφθοράς του 2023 κατέταξε την Ελλάδα στην 59η θέση από 180 χώρες με βαθμολογία 49/100, αντανακλώντας τη συνεχιζόμενη διαφθορά στον δημόσιο τομέα. Σκάνδαλα υψηλού προφίλ, όπως η υπόθεση κατασκοπείας Predatorgate του 2022 που αφορούσε την παρακολούθηση δημοσιογράφων και πολιτικών, έχουν βλάψει περαιτέρω την εμπιστοσύνη στους κρατικούς θεσμούς, συμπεριλαμβανομένης της αστυνομίας.
Προσπάθειες για την καταπολέμηση της διαφθοράς
Νομοθετικές Μεταρρυθμίσεις
Η Ελλάδα έχει εφαρμόσει αρκετές μεταρρυθμίσεις για την αντιμετώπιση της διαφθοράς. Το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς (NACAP), το οποίο ξεκίνησε το 2016 με την υποστήριξη του ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στοχεύει στην ενίσχυση της ακεραιότητας και στη μείωση της διαφθοράς μέσω της τεχνικής ενδυνάμωσης των αρχών. Ο Ποινικός Κώδικας του 2019 και οι πρόσφατες τροποποιήσεις βάσει του Νόμου 5090/2024 έχουν διευκρινίσει τα αδικήματα δωροδοκίας, αν και εξακολουθεί να απουσιάζει ένας ακριβής νομικός ορισμός της «διαφθοράς». Η προστασία των πληροφοριοδοτών ενισχύθηκε με τον Νόμο 4990/2022, ο οποίος ενσωματώνει την Οδηγία 2019/1937 της ΕΕ, για την ενθάρρυνση της αναφοράς παραπτωμάτων.
Εσωτερική Εποπτεία
Η Μονάδα Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας έχει αναλάβει τη διερεύνηση υποθέσεων διαφθοράς, με 1.122 καταγγελίες να διεκπεραιώνονται μόνο το 2018. Το 2023, η μονάδα ανέφερε αύξηση 18% στις υποθέσεις, με 910 έρευνες που αφορούσαν αστυνομικούς, συνοριοφύλακες και τελωνειακούς υπαλλήλους. Ωστόσο, οι επικριτές υποστηρίζουν ότι η μονάδα δεν διαθέτει επαρκείς πόρους και ανεξαρτησία, αντιμετωπίζοντας συχνά πολιτικές παρεμβάσεις. Η έκθεση της GRECO του 2022 τόνισε την ανάγκη για αυστηρότερους κανονισμούς κατά της διαφθοράς εντός της αστυνομίας, συμπεριλαμβανομένων καλύτερων πειθαρχικών συστημάτων και προστασίας των καταγγελτών.
Τεχνολογικά μέτρα
Σε απάντηση σε καταγγελίες για βιαιοπραγία, εισήχθησαν κάμερες σώματος για τους αστυνομικούς το 2021 μετά από ένα περιστατικό υψηλού προφίλ στη Νέα Σμύρνη. Επιπλέον, το 2017 ξεκίνησε μια ηλεκτρονική πλατφόρμα από το Υπουργείο Υγείας για την αντιμετώπιση της διαφθοράς στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, αντανακλώντας ευρύτερες προσπάθειες ψηφιοποίησης των δημόσιων υπηρεσιών και μείωσης των ευκαιριών δωροδοκίας.
Προκλήσεις και Κριτικές
Παρά τις προσπάθειες αυτές, οι προκλήσεις εξακολουθούν να υπάρχουν. Η έκθεση της GRECO σημείωσε ότι τα μέτρα κατά της διαφθοράς για την αστυνομία απουσίαζαν από τις προηγούμενες εκδοχές του NACAP και οι συνθήκες εργασίας, συμπεριλαμβανομένης της χαμηλής γυναικείας εκπροσώπησης (14%), παραμένουν προβληματικές. Οι έρευνες για αστυνομικά αδικήματα συχνά επικρίνονται για έλλειψη διαφάνειας και αμεροληψίας, με τους αστυνομικούς να κατηγορούνται ότι κρύβουν αποδεικτικά στοιχεία ή μεταφέρουν κρατούμενους για να αποφύγουν τον έλεγχο. Η πολιτική επιρροή και η πολιτικοποίηση της αστυνομικής δύναμης, ιδιαίτερα εμφανείς κατά τη διάρκεια αλλαγών ηγεσίας, περιπλέκουν περαιτέρω τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες.
Πρόσφατες εξελίξεις
Το 2025, οι αναφορές για εμπλοκή της αστυνομίας σε διακίνηση ναρκωτικών υπογράμμισαν τη συνεχιζόμενη κρίση. Οι αναρτήσεις στο X τόνισαν την δημόσια αγανάκτηση, με τους χρήστες να αμφισβητούν πώς υψηλόβαθμοι αξιωματικοί θα μπορούσαν να συσσωρεύσουν εκατομμύρια χωρίς να εντοπιστούν. Ένα ρεπορτάζ του Reuters από τον Μάρτιο του 2025 σημείωσε διπλασιασμό των καταγγελιών για διαφθορά, σηματοδοτώντας αυξημένη ευαισθητοποίηση του κοινού αλλά και την κλίμακα του προβλήματος. Αυτά τα περιστατικά αντικατοπτρίζουν ένα ευρύτερο συστημικό ζήτημα, με την αστυνομία να αγωνίζεται να εξισορροπήσει την εντολή επιβολής του νόμου με την εσωτερική λογοδοσία.
Σύναψη
Η διαφθορά στην αστυνομία στην Ελλάδα παραμένει μια σημαντική πρόκληση, η οποία έχει τις ρίζες της σε ιστορικές πρακτικές και επιδεινώνεται από κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες. Ενώ μεταρρυθμίσεις όπως ο νόμος NACAP και η προστασία των πληροφοριοδοτών δείχνουν πρόοδο, η αποτελεσματικότητά τους περιορίζεται από πολιτικές παρεμβάσεις, ανεπαρκή εποπτεία και μια κουλτούρα ατιμωρησίας. Η αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος απαιτεί όχι μόνο ισχυρότερα νομικά πλαίσια, αλλά και μια πολιτισμική στροφή προς τη διαφάνεια και τη λογοδοσία. Μέχρι να επιλυθούν αυτά τα συστημικά ζητήματα, η εμπιστοσύνη του κοινού στην Ελληνική Αστυνομία θα παραμείνει εύθραυστη, εμποδίζοντας τις ευρύτερες προσπάθειες της Ελλάδας για την καταπολέμηση της διαφθοράς.

