Πώς το 50% του πλεονάσματος της Ελλάδας πηγαίνει στην αποπληρωμή του χρέους

Estimated read time 1 min read

Από τις 11 Σεπτεμβρίου 2025, η Ελλάδα βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή για την οικονομική της ανάκαμψη, με ένα σημαντικό μέρος του πλεονάσματος του προϋπολογισμού της να διατίθεται για την αποπληρωμή του χρέους. Αυτή η στρατηγική απόφαση αντικατοπτρίζει τις συνεχιζόμενες προσπάθειες της χώρας να μειώσει το σημαντικό δημόσιο χρέος της, το οποίο παραμένει ένα από τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Περίπου το 50% του πρωτογενούς πλεονάσματος της Ελλάδας – ένα πλεόνασμα του προϋπολογισμού εξαιρουμένων των πληρωμών τόκων – κατευθύνεται στην αποπληρωμή των δανείων και άλλων υποχρεώσεων της εποχής διάσωσης, μια πολιτική που υπογραμμίζει τόσο τη δημοσιονομική πειθαρχία όσο και τις προκλήσεις του οικονομικού της παρελθόντος.

Το Πλαίσιο του Πλεονάσματος της Ελλάδας

Η Ελλάδα έχει σημειώσει αξιοσημείωτη δημοσιονομική πρόοδο τα τελευταία χρόνια, μεταβαίνοντας από χρόνια ελλείμματα σε σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα. Το 2024, η χώρα κατέγραψε εντυπωσιακό πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 11,4 δισεκατομμυρίων ευρώ (4,8% του ΑΕΠ), υπερβαίνοντας τον στόχο του 2,1% του ΑΕΠ. Αυτό το πλεόνασμα, που οφείλεται στην ισχυρή οικονομική ανάπτυξη του 2,1% το 2024 και στη μείωση της ανεργίας κάτω από το 10%, έχει παράσχει στην κυβέρνηση ένα οικονομικό μαξιλάρι για την αντιμετώπιση του χρέους της. Ο προϋπολογισμός του 2025, που πρόκειται να οριστικοποιηθεί αυτόν τον μήνα, προβλέπει συνεχιζόμενο πλεόνασμα, ενισχυμένο από υψηλότερα από τα αναμενόμενα φορολογικά έσοδα και έσοδα από τον τουρισμό, έναν βασικό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας.

Το πρωτογενές πλεόνασμα είναι ένα κρίσιμο μέτρο για την Ελλάδα, καθώς μετρά την ικανότητα της κυβέρνησης να παράγει έσοδα πέραν των λειτουργικών εξόδων, εξαιρουμένων των υψηλών πληρωμών τόκων επί του χρέους της. Με το δημόσιο χρέος να κυμαίνεται ακόμη γύρω στο 147% του ΑΕΠ το 2024 – μειωμένο από την κορύφωση του 207% το 2020 – αυτό το πλεόνασμα έχει γίνει ένα ζωτικό εργαλείο για τη μείωση του χρέους.

Κατανομή για την αποπληρωμή χρέους

Σύμφωνα με συμφωνίες με τους Ευρωπαίους πιστωτές της, συμπεριλαμβανομένου του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) και της Ευρωομάδας, η Ελλάδα έχει δεσμευτεί να διοχετεύσει ένα σημαντικό μέρος του πρωτογενούς πλεονάσματος της για την αποπληρωμή δανείων από τα προγράμματα διάσωσης της περιόδου 2010-2015, τα οποία ανήλθαν συνολικά σε 280 δισεκατομμύρια ευρώ. Το 2025, περίπου το ήμισυ του προβλεπόμενου πλεονάσματος -που εκτιμάται σε 5-6 δισεκατομμύρια ευρώ- θα διατεθεί για πρόωρες αποπληρωμές χρέους. Αυτό ακολουθεί μια τάση επιταχυνόμενων αποπληρωμών, με την Ελλάδα να σχεδιάζει να εκκαθαρίσει τα πρώτα δάνεια διάσωσης έως το 2031, μια δεκαετία νωρίτερα από το αρχικό χρονοδιάγραμμα του 2041. Τα κεφάλαια θα αντληθούν από ένα ταμειακό απόθεμα 37 δισεκατομμυρίων ευρώ, πλεονασματικά έσοδα και έσοδα από νέες εκδόσεις ομολόγων.

Αυτή η κατανομή του 50% αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής για τη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, ο οποίος αναμένεται να μειωθεί στο 135% έως το 2027. Πρόσφατες ενέργειες, όπως η αποπληρωμή 5 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2024 και η προγραμματισμένη αποπληρωμή 5,3 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2025, καταδεικνύουν την πρόθεση της Ελλάδας να μειώσει την εξάρτηση από την εξωτερική χρηματοδότηση και να ανακτήσει την εμπιστοσύνη της αγοράς. Ο Υπουργός Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης έχει τονίσει ότι αυτή η προσέγγιση επιτρέπει στα πλεονάζοντα κεφάλαια να «φτάσουν στην κοινωνία ταχύτερα και πιο αποτελεσματικά» μειώνοντας τα μελλοντικά βάρη από τόκους.

Οικονομικές και Κοινωνικές Επιπτώσεις

Η απόφαση να διατεθεί το 50% του πλεονάσματος για την αποπληρωμή του χρέους έχει προκαλέσει τόσο επαίνους όσο και συζητήσεις. Οικονομολόγοι και διεθνείς πιστωτές, συμπεριλαμβανομένου του ΔΝΤ, τη θεωρούν ως ένδειξη δημοσιονομικής ευθύνης, σημειώνοντας ότι ευθυγραμμίζεται με τη δέσμευση της Ελλάδας να διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα 2-3,5% του ΑΕΠ τουλάχιστον μέχρι το 2022, με τους στόχους να χαλαρώνουν στη συνέχεια. Η κίνηση αυτή έχει επίσης μειώσει το κόστος δανεισμού, με τις αποδόσεις των ελληνικών 10ετών ομολόγων να υποχωρούν κάτω από αυτές της Ιταλίας, αντανακλώντας τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος.

Ωστόσο, αυτή η πολιτική έχει προκαλέσει κριτική στο εσωτερικό. Καθώς πολλοί Έλληνες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τις συνέπειες της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2009-2018 — χαμηλότεροι μισθοί, υψηλό κόστος διαβίωσης και κρίση κόστους ζωής — ορισμένοι υποστηρίζουν ότι το πλεόνασμα θα πρέπει να επανεπενδυθεί σε δημόσιες υπηρεσίες όπως η υγειονομική περίθαλψη, η εκπαίδευση και οι υποδομές. Η κυβέρνηση έχει αντιδράσει με στοχευμένα μέτρα ανακούφισης, όπως ένα πακέτο 1,1 δισεκατομμυρίου ευρώ το 2025 που προσφέρει εκπτώσεις ενοικίων και φορολογικά κίνητρα, αλλά αυτά θεωρούνται ανεπαρκή από τα κόμματα της αντιπολίτευσης και τα εργατικά συνδικάτα, τα οποία απαιτούν μεγαλύτερο μερίδιο για τις κοινωνικές δαπάνες.

Μια Πράξη Εξισορρόπησης

Η κατανομή του 50% του πλεονάσματος της Ελλάδας για την αποπληρωμή του χρέους αποτελεί μια λεπτή πράξη εξισορρόπησης μεταξύ της τήρησης των διεθνών δεσμεύσεων και της αντιμετώπισης των εγχώριων αναγκών. Ενώ έχει επιτρέψει πρόωρες αποπληρωμές – όπως τα 22 δισεκατομμύρια ευρώ που έχουν ήδη εκκαθαριστεί από το πρώτο πακέτο διάσωσης έως το 2024 – υπογραμμίζει επίσης την επίμονη κληρονομιά της κρίσης χρέους. Καθώς η χώρα συνεχίζει να αναπτύσσεται, με το ΑΕΠ να προβλέπεται στο 2% για το 2025, η πρόκληση θα είναι η διατήρηση των πλεονασμάτων, με παράλληλη ελάφρυνση του βάρους για τους πολίτες της, διασφαλίζοντας ότι η οικονομική ανάκαμψη θα ωφελήσει όλους.

Αυτή η στρατηγική, η οποία έχει τις ρίζες της στην δημοσιονομική πειθαρχία της εποχής μετά την οικονομική διάσωση, τοποθετεί την Ελλάδα ως μοντέλο ανθεκτικότητας, αν και εγείρει ερωτήματα σχετικά με τους μακροπρόθεσμους συμβιβασμούς μεταξύ της μείωσης του χρέους και των κοινωνικών επενδύσεων.

You May Also Like

More From Author