Η παρέμβαση της Μόσχας στη Συρία και η εσωτερική κρίση στη Ρωσία…

Estimated read time 1 min read

unnamed

Η πρόσφατη έναρξη της επιχείρησης των βομβαρδισμών στη Συρία από τη Ρωσία συνοδεύτηκε στον παγκόσμιο Τύπο από μια χιονοστιβάδα σχολίων, τα οποία όμως ασχολούνται αποκλειστικά σχεδόν με τις γεωπολιτικές συνέπειες. Αντίθετα σε αυτό το άρθρο θα αναδείξουμε τους προφανείς δεσμούς μεταξύ της οικονομικής κατάστασης και της εσωτερικής πολιτικής της Ρωσίας και της νέας στρατιωτικής επέμβασης της, αναλύοντας επίσης την κλιμάκωση της διπλωματικής δραστηριότητας της Μόσχας στη Μέση Ανατολή από τους πρώτους μήνες του 2015.

Μια οικονομία σε βαθιά ύφεση
Το 2015 η Ρωσία εισήλθε σε μια περίοδο βαθιάς ύφεσης, η οποία είχε ήδη εμφανιστεί στον ορίζοντα με την ισχυρή επιβράδυνση του φθινοπώρου του 2013, όταν κατέστη σαφές ότι ο μόνος παράγοντας που μπορεί να περιορίσει την αναπόφευκτη οικονομική ύφεση ήταν το εισόδημα που δημιουργείται από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Το 2013 είχαν ήδη αρχίσει άλλες εξελίξεις που τελικά θα κορυφώνονταν το επόμενο έτος, όπως η υποτίμηση του ρουβλιού και φυγή κεφαλαίων. Και τότε οι περισσότεροι Ρώσοι ειδικοί υπογράμμισαν το αναπόφευκτο της έναρξης της ύφεσης σε σύντομο χρονικό διάστημα και ότι το Κρεμλίνο θα έπρεπε να την λάβει υπόψη, έστω και σιωπηρά. Πιο συγκεκριμένα, από τότε κατέστη σαφές ότι η προσπάθεια του Πούτιν να δημιουργήσει μια οικονομία πιο σύγχρονη και λιγότερο εξαρτημένη από την ενέργεια, ενσωματώνοντας τη Ρωσία πληρέστερα στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο (μια προσπάθεια που είχε το αντίστοιχό της στο παρελθόν και περιλάμβανε σημαντικά ανοίγματα προς τη Δύση, ιδιαίτερα την εποχή του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας»), είχε αποτύχει παταγωδώς. Ο πόλεμος εναντίον της Ουκρανίας, αν και σίγουρα δεν υποκινούνταν μόνο από εσωτερικούς παράγοντες, μεταξύ άλλων, συνέπιπτε με μια πιεστική ανάγκη του καθεστώτος Πούτιν, στο πλαίσιο αυτό, να συσφίξει το εσωτερικό μέτωπο και εμφανιστεί το ίδιο ισχυρό και αξιόπιστο, αποσπώντας την προσοχή από την κρίση στην οποία βρέθηκε. Τα πλεονεκτήματα που ο Πούτιν και το σύστημα του ολιγαρχικού καπιταλισμού έχουν κερδίσει ήταν αξιοσημείωτα, και σίγουρα πολύ μεγαλύτερα από την τιμή που καταβλήθηκε.

Apatity

Ειδικότερα, οι δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας αποδείχτηκαν, περισσότερο από ένα χρόνο μετά, ένας παράγοντας που δεν επηρέασε σημαντικά τη Ρωσία. Στο Crisi Globale είχαμε ήδη δημοσιεύσει πριν από ένα χρόνο περίπου το σχόλιο ότι το περιεχόμενό των κυρώσεων δεν ήταν τέτοιο ώστε να αποτελέσουν σημαντικό πρόβλημα για το Κρεμλίνο και οι μετέπειτα εξελίξεις μας δικαίωσαν. Οι κυρώσεις στις τράπεζες στην πραγματικότητα παρακάμπτονταν και αυτό ήταν εμφανές ακόμη και σε μια εποχή όπως αυτή του Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2014, όταν το ρωσικό οικονομικό σύστημα είχε κλονιστεί από την ελεύθερη πτώση του ρουβλιού και υπήρχαν χρεοκοπίες των τραπεζών και άλλου τύπου καταρρεύσεις. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση κατάφερε να κλείσει τις διαρροές κεφαλαίου χωρίς πολλά προβλήματα χρησιμοποιώντας τα χρηματοδοτικά της εργαλεία. Το ίδιο ισχύει και για άλλους τύπους κυρώσεων, που αφορούν την τεχνολογία έρευνας πετρελαίου και την υψηλή τεχνολογία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμη και στρατιωτικά. Η πρώτη θα μπορούσε να έχει κάποια μακροχρόνια συνέπεια, στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας οικονομίας σε άνοδο, αλλά στην σημερινή κρίση στασιμότητας η εφαρμογή των τεχνολογιών αυτών έχει πέσει κατακόρυφα στον κόσμο, ανεξάρτητα από τις κυρώσεις, οι οποίες, ως εκ τούτου, επίσης, σε αυτό το περίπτωση είναι σχεδόν άνευ σημασίας. Η δεύτερη καθίσταται ελάχιστα αποτελεσματική από το γεγονός ότι η Ρωσία επιδιώκει σήμερα στρατιωτικές στρατηγικές διαφορετικές από εκείνες της δύσης και δεν βασίζεται σε μια αδιάκοπη τεχνολογική καινοτομία, αλλά στις μορφές των υβριδικών πολέμων, οι οποίες εμφανίζονται, μεταξύ άλλων, να είναι πιο αποτελεσματικές στις συνέπειές τους σε σχέση με εκείνες της Δύσης. Αντίθετα, ο παράγοντας που είχε μια τεράστια σημασία για τη Ρωσία ήταν η κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου και άλλων βασικών εμπορευμάτων. Σε αυτή την περίπτωση ήταν, ωστόσο, μια εξέλιξη την οποία χωρίς αμφιβολία το Κρεμλίνο είχε υπολογίσει, δεδομένου ότι η τιμή 100 δολάρια το βαρέλι ήταν εντελώς μη ρεαλιστική στο πλαίσιο της παγκόσμιας κρίσης. Από αυτή την άποψη οι θεωρίες συνωμοσίας, ότι η τιμή του πετρελαίου θα μειωνόταν τεχνητά τον περασμένο χειμώνα, προκειμένου να ακρωτηριαστεί η Μόσχα, εμφανίστηκαν αληθοφανείς εξαιτίας της κατάρρευσης που συστηματικά καταγράφεται στις παγκόσμιες αγορές σε όλες τις πρώτες ύλες, ως αποτέλεσμα της κρίσης στις αναπτυσσόμενες χώρες, της Ευρωπαϊκής στασιμότητας και της επιβράδυνσης της Κίνας (οι εισαγωγές της Κίνας βρίσκονται εδώ και καιρό σε ελεύθερη πτώση και στο τέλος του Σεπτεμβρίου σημείωσαν πτώση ακόμη και 24% σε ετήσια βάση).
Σήμερα, η Ρωσία βρίσκεται σε κατάσταση σοβαρής οικονομικής κρίσης1. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν στα τέλη Αυγούστου, το ρωσικό ΑΕΠ παρουσιάζει πτώση 4,6% σε σχέση με πέρυσι, μια πραγματική κατάρρευση. Η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε περισσότερο από 3% ετησίως, ειδικά η μεταποιητική βιομηχανία έπεσε ακόμη και 7%. Οι επενδύσεις σε κεφαλαιουχικά αγαθά μειώθηκαν περισσότερο από 6% και το εμπορικό ισοζύγιο με άλλες χώρες εξακολουθεί να είναι θετικό (8.5 δις δολάρια), αλλά είναι σχεδόν το μισό (-47,5%) του τελευταίου έτους. Οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν κατά 9% σε διάστημα ενός μόνο έτους, επειδή ο πληθωρισμός τρέχει με περισσότερο 10% και αναμένεται να αυξηθεί περισσότερο. Σε αυτήν την κατάσταση δεν είναι να απορεί κανείς που το λιανικό εμπόριο έχει μειωθεί περισσότερο από 8% από το προηγούμενο έτος. Οι Ρώσοι, για να συνοψίσω, είναι σε πολύ χειρότερη κατάσταση από ό,τι πριν από ένα χρόνο.

unnamed (2)

Η κλιμάκωση της εμπλοκής της Μόσχας στη Μέση Ανατολή
και η σχέση της με τις εσωτερικές εξελίξεις
Σύμφωνα με διάφορες πηγές (π.χ. το Reuters2) η Ρωσία ξεκίνησε τους σχεδιασμούς της για στρατιωτική επέμβαση στη Συρία στις αρχές του περασμένου Ιουλίου, αμέσως μετά την υπογραφή της συμφωνίας για τον τερματισμό των κυρώσεων κατά του Ιράν. Και πιθανόν αυστηρά από την άποψη των στρατιωτικών τεχνικών προετοιμασιών ήταν έτσι. Ωστόσο, μια ισχυρή απόπειρα της Μόσχας στη σκακιέρα της Μέσης Ανατολής καταγράφηκε στις αρχές του 2015 και αυτό δείχνει ότι οι πολιτικές προετοιμασίες ανάγονται σε εκείνη την περίοδο. Αυτή η ισχυρή εντατικοποίηση της διπλωματικής δραστηριότητας της Μόσχας στη Μέση Ανατολή έχει ακολουθήσει τρεις βασικές κατευθύνσεις: το Ιράν, την Αίγυπτο και τη Σαουδική Αραβία.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου από τον περασμένο χειμώνα μέχρι τον Ιούλιο, η Ρωσία έχει διαδραματίσει καίριο ρόλο στη διαμεσολάβηση για συμφωνία με στόχο τον τερματισμό των κυρώσεων κατά του Ιράν. Ο άξονας φιλίας μεταξύ Ρωσίας και Ιράν, ωστόσο, πήρε ανοιχτά στρατιωτικά χαρακτηριστικά στα τέλη Ιανουαρίου, όταν ο Ρώσος υπουργός Άμυνας Σεργκέι Σόιγκου πήγε στην Τεχεράνη3, όπου υπέγραψε συμφωνία για στρατιωτική βοήθεια με τον Ιρανό ομόλογό του. Λίγες μόνο μέρες μετά την επίσκεψη του Σόιγκου στην Τεχεράνη ο ρωσικός Τύπος ανακοίνωσε μια προγραμματισμένη επίσκεψη του Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν στην Αίγυπτο,4 επίσκεψη η οποία πραγματοποιήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου σε μια ατμόσφαιρα ζεστής φιλίας5 και με την υπογραφή διαφόρων οικονομικών συμφωνιών, μεταξύ των οποίων και η ένταξη της Αιγύπτου σε μια ζώνη ελεύθερου εμπορίου με την Ευρασιατική Ένωση. Ο Σίσι (ο οποίος είχε ήδη επισκεφθεί τη Μόσχα το καλοκαίρι του 2014), συναντήθηκε ξανά με τον Πούτιν στη Μόσχα στις 9 Μαΐου στις εκδηλώσεις των εορτασμών για το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και πάλι στις 25 Αυγούστου σε μια επίσκεψη στην οποία τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης είχαν δώσει μεγάλη προβολή, για να συζητήσουν την «καταπολέμηση της τρομοκρατίας» και τη Συρία.6
Η Αίγυπτος υπέγραψε πρόσφατα συμφωνία με τη Ρωσία για την προμήθεια όπλων αξίας 3,5 δις δολαρίων (σε σύγκριση με προμήθειες αξίας 1,3 δις από τις ΗΠΑ), ποσό του οποίου η καταβολή διασφαλίζεται με χρηματοδότηση από τη Σαουδική Αραβία. Η περίπτωση της προσέγγισης μεταξύ της Μόσχας και του Ριάντ είναι ακόμα πιο ενδιαφέρουσα, και μας φέρνει πάλι πίσω στους πρώτους μήνες του 2015. Στις αρχές Φεβρουαρίου, οι New York Timesδημοσίευσαν ένα άρθρο στο οποίο υποστηρίζεται ότι η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία διαπραγματεύτηκαν κρυφά ένα συμβιβασμό, δηλαδή μια μείωση της παραγωγής πετρελαίου από το Ριάντ για να υπάρξει αύξηση τιμών σε αντάλλαγμα για την εγκατάλειψη του Άσαντ από τη Μόσχα. Η ρωσική ιστοσελίδα Politcom, μια πηγή που συνήθως είναι καλά ενημερωμένη, εκτίμησε την ίδια περίοδο7 ως απίθανο ότι η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία διαπραγματεύτηκαν μια λύση αυτού του μεγέθους, αλλά υποστήριξε ότι οι δύο χώρες διατηρούσαν ανοικτά κανάλια επικοινωνίας για να ξεκινήσουν τη διερεύνηση σημείων πάνω στα οποία ενδεχομένως μπορεί να βρεθεί ένας συμβιβασμός, ιδίως όσον αφορά τη Συρία (βλέπε επίσης το άρθρο του Αλεξέι Μακάρκιν στο Ezhednevny Zhurnal8). Αυτές οι φήμες επιβεβαιώθηκαν αργότερα από δύο γεγονότα. Στα μέσα Ιουνίου, ο Σαουδάραβας υπουργός άμυνας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν αλ-Σαούντ επισκέφθηκε την Αγία Πετρούπολη συνοδευόμενος από μεγάλη αντιπροσωπεία και φωτογραφήθηκε σε χειραψία με τον Πούτιν. Η επίσκεψή του είχε προετοιμαστεί από ένα ταξίδι στο Ριαντ του Μιχαήλ Μπογκντάνοφ απεσταλμένου του Πούτιν στη Μέση Ανατολή. Στις αρχές Ιουλίου, η χειραψία μεταξύ του Πούτιν και του υπουργού άμυνας της Σαουδικής Αραβίας πήρε τη μορφή μιας σειράς άνευ προηγουμένου συμφωνιών σχετικά με επενδύσεις της Σαουδικής Αραβίας στη Ρωσία ύψους 10 δις δολαρίων. Τέλος, την ίδια περίοδο (11 Οκτωβρίου ακριβέστερα) έγινε μια νέα επίσκεψη του υπουργού Άμυνας της Σαουδικής Αραβίας στη Μόσχα,9 κατά τη διάρκεια της οποίας συζήτησαν επίσημα για τη Συρία, την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και τη συνεργασία στο στρατιωτικό τομέα, σε ένα πλαίσιο που ορίζεται ως φιλικές συνομιλίες, με σκοπό μια ενδεχόμενη σε σύντονο χρονικό διάστημα επίσκεψη στο Βασιλιάς της Σαουδικής Αραβίας στη Μέκκα.

Murmansk

Αν η Μόσχα είχε ήδη προηγουμένως στη Μέση Ανατολή ως πιόνι το καθεστώς Άσαντ και διατηρούσε καλές σχέσεις με το Ιράν, είναι σαφές ότι από την αρχή του 2015, υπήρξε ένα ποιοτικό άλμα στις σχέσεις με την Τεχεράνη και μια ξαφνική κλιμάκωση των διπλωματικών σχέσεων με την Αίγυπτο και τη Σαουδική Αραβία. Για να ολοκληρωθεί η εικόνα, τέλος, αναφέρουμε την υπόθεση του έργου του αγωγού φυσικού αερίου «Turkish Stream», που ανακοινώθηκε από τη Ρωσία και την Τουρκία, το φθινόπωρο του 2014, σε αντικατάσταση του έργου «South Stream», που πλέον έχει εγκαταλειφθεί, αλλά στις αρχές του 2015 φαίνεται να έχει σκουριάσει, και εξαιτίας της έλλειψης ενδιαφέροντος της Μόσχας και επειδή ήδη υπήρχαν κρυφές αντιπαραθέσεις μεταξύ της τουρκικής και της ρωσικής ηγεσίας. Η σημερινή δύσκολη κατάσταση μεταξύ Άγκυρας και της Μόσχας έχει πιθανώς ρίζες που χρονολογούνται από το 2015.
Και ως εκ τούτου είναι σαφές ότι ήδη από τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο η Μόσχα άρχισε να προσανατολίζεται προς τη Μέση Ανατολή, έχοντας έμμεσα ως κέντρο τη Συρία, ενώ όλο το 2014 διατυμπάνιζε ότι είχε ως προτεραιότητα την Κίνα. Στην πραγματικότητα, ο αριθμός των συμφωνιών που έχουν υπογραφεί με την τελευταία πέρυσι αποδείχθηκε ότι δεν είχαν καλή έκβαση, όπως ήταν αναμενόμενο. Το Reuters αναφέρει10 ότι οι εν λόγω συμφωνίες εξακολουθούν και σήμερα να μην προχωράνε για μια διαφορά μεγαλύτερη από 113 δισεκατομμύρια δολάρια, χωρίς τα οποία καμία πρόοδος δεν είναι ορατή. Η βαθιά οικονομική κρίση στη Ρωσία, από τη μία πλευρά, και η βαθιά δύσκολη συγκυρία που αντιμετωπίζει το κινεζικό καθεστώς, από την άλλη, έχουν προφανώς οδήγησε σε ένα οδυνηρό αδιέξοδο.
Για να ερμηνεύσουμε τη σημερινή παρέμβαση της Ρωσίας στη Συρία είναι σημαντικό, όχι μόνο να σημειωθεί ότι τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο 2015 η Μόσχα είχε πραγματοποιήσει μια στροφή προς τη Μέση Ανατολή στην εξωτερική της πολιτική, αλλά και να συνδεθεί με άλλες εξελίξεις στις οποίες συμμετείχε η Ρωσία εκείνη την εποχή. Ένας γρήγορος έλεγχος οδηγεί αμέσως στο συμπέρασμα ότι ήταν μια καθοριστική στιγμή για τη Μόσχα. Η χώρα μόλις είχε βγει από την κρίση του ρουβλιού, η οποία είχε απειλήσει με έντονη αποσταθεροποίηση με απρόβλεπτα αποτελέσματα, ιδιαίτερα καθώς την ίδια στιγμή υπήρχε η κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου από το σκάσιμο της φούσκας των εμπορευμάτων. Στην Ουκρανία η σύγκρουση είχε επιδεινωθεί ενόψει της συνόδου κορυφής στο Μινσκ, τον Φεβρουάριο, αλλά στο τέλος έκλεισε με θετικό συμβιβασμό για τη Μόσχα, ειδικά αφού είχε παράσχει την ευκαιρία για μια επιστροφή σε άμεσες συνομιλίες, με μια Δύση που έδειξε με την ευκαιρία αυτή ότι είναι πολύ διατεθειμένη σε σημαντικά ανοίγματα προς τη Ρωσία (η Μέρκελ έφτασε ακόμη να προβλέψει και μια συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρασιατικής Ένωσης για την δημιουργία μιας Ευρώπης από τον Ατλαντικό ως το Βλαδιβοστόκ). Η Μόσχα θα μπορούσε να σημειώσει επίσης με ικανοποίηση ότι έχει επιτύχει το σύνολο των βασικών στόχων της στον πόλεμο εναντίον της Ουκρανίας που άρχισε τον Μάρτιο 2014: σταμάτησε την επαναστατική διαδικασία του Μαϊντάν και τις πιθανές επιπτώσεις της μετάδοσης του, υποθηκεύοντας το μέλλον της Ουκρανίας, με τη δημιουργία των «Λαϊκών Δημοκρατιών» του Ντονπάς και αυξάνοντας το βάρος της παγκοσμίως. Το μόνο σημαντικό τίμημα που ο Πούτιν έπρεπε να πληρώσει ήταν αφενός μια διακοπή του σχεδίου της Ευρασιατικής Ένωσης, καθώς η Λευκορωσία και το Καζακστάν φοβήθηκαν πραγματικά ότι η Μόσχα επιφύλασσε για αυτές ένα σενάριο Ουκρανίας, και αφετέρου το άνοιγμα μιας εσωτερικής διάσπασης ανάμεσα στην πτέρυγα των siloviki (στρατός και μυστικές υπηρεσίες) και την αποκαλούμενη πτέρυγα των «φιλελεύθερων», αν και είναι ευφημισμός σε αυτή την περίπτωση η χρήση του όρου αυτού. Αυτή η ρήξη, δημιουργημένη μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και σε αδιαφάνεια, όπως είναι η παράδοση στο Κρεμλίνο, φωτίστηκε από δύο γεγονότα: την μυστηριώδη και συγκλονιστική δολοφονία του Μπόρις Νεμτσόφ στο τέλος του Φεβρουαρίου και την επακόλουθη εξαφάνιση του Πούτιν από τις δημόσιες εμφανίσεις, χωρίς εξήγηση για δέκα ημέρες στις αρχές Μαρτίου. Υπό το πρίσμα των παραπάνω, είναι σαφές ότι η σημερινή παρέμβαση στη Συρία έχει ρίζες που χρονολογούνται από τον Φεβρουάριο του 2015 και συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με εσωτερικούς παράγοντες της Ρωσίας.

Murmansk

Η στρατιωτική Ευελιξία της Ρωσίας
Το καθεστώς Πούτιν καταφεύγει όλο και πιο συχνά στον πόλεμο ως μέσο της διεθνούς πολιτικής. Μετά την επέμβαση στη Γεωργία το 2008, τον τελευταίο ενάμιση χρόνο έχει καταφύγει σε στρατιωτική επέμβαση τρεις φορές (Κριμαία, Ουκρανία και ανατολική Συρία), σε κάθε περίπτωση, με διαφορετικές μεθόδους και στρατηγικές. Στην περίπτωση της στρατιωτικής επέμβασης στην Κριμαία έθεσε σε εφαρμογή ένα σχέδιο που αποτελείτο από ένα σαφώς προσχεδιασμένο πόλεμο-αστραπή συνολικά ανώδυνο, συνοδευόμενο από αποφασιστικές και συνταρακτικές πολιτικές κινήσεις (στρατιωτική κατοχή και προσάρτηση με δημοψήφισμα σε τρεις εβδομάδες, σχεδόν ένα παγκόσμιο ρεκόρ). Η επιτυχία ήταν πλήρης: η πλειοψηφία του τοπικού πληθυσμού, υπομένοντας παθητικά τις ρώσικες κινήσεις, αποδέχτηκε το αποτέλεσμα με ευχαρίστηση. Η προσάρτηση έχει ανεβάσει στα ύψη την δημοτικότητα του Πούτιν στη Ρωσία και οδήγησε σε σταθεροποίηση της ηγετικής θέσης του. Η Δύση έχει αποδεχτεί την κίνηση. Αντίθετα, πολύ προβληματική ήταν η επέμβαση στην ανατολική Ουκρανία, ωστόσο, στενά συνδεδεμένη με εκείνη στην Κριμαία. Η Μόσχα σε αυτή την περίπτωση αρχικά είχε αναπτύξει δράσεις μικρών ομάδων που συγκροτούνταν από νεο-φασίστες και μέλη της τοπικής ολιγαρχίας, με επικεφαλής μυστικούς πράκτορες της: την κατάκτηση της εξουσίας στις μεγάλες πόλεις, ακολουθούν μία εβδομάδα αργότερα παραστρατιωτικές επιθέσεις σε πόλεις μεσαίου μεγέθους. Δεδομένου ότι οι δράσεις αυτές δεν βρήκαν σχεδόν καθόλου ενεργή συμμετοχή από τον πληθυσμό, τροφοδότησε με ένα ποσοστό «εθελοντών» από τη Ρωσία, οι οποίοι, ωστόσο, δημιούργησαν ανάμεσα στα τέλη Μαΐου και στα τέλη Ιουνίου μια κατάσταση πολύ χαοτική και ανεξέλεγκτη, που επιδεινώθηκε από την έναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων σε όλους τους τομείς από την κυβέρνηση του Κιέβου. Η Μόσχα στη συνέχεια ανέπτυξε έναν πολύ αποτελεσματικό στρατιωτικό σχεδιασμό, παρεμβαίνοντας άμεσα μαζικά, αν και όχι επίσημα, και παρασέρνοντας τον ουκρανικό στρατό σε μια θανάσιμη παγίδα που προκάλεσε την πλήρη ήττα του στα τέλη Αυγούστου. Ακόμη και πριν από την στρατιωτική νίκη, η Ρωσία άρχισε να απομακρύνει την πρώτη ηγεσία από τις δημοκρατίες μαριονέτα, που αποτελείτο στην πλειοψηφία της από πράκτορές της, αντικαθιστώντας τους με τοπικά στοιχεία πιο ευπαρουσίαστα: ένα σημάδι του γεγονότος ότι, ενώ συνέχιζε τον πόλεμο, ετοίμαζε το έδαφος για ένα ειρηνευτικό σχέδιο. Αυτό επιβεβαιώνεται το Σεπτέμβριο όταν οι άνδρες της (στρατιωτικοί και μη) δεν συνέχισαν την επίθεση για να κατακτήσουν τη Μαριούπολη και άλλες μεγάλες περιοχές, όπως θα μπορούσαν εύκολα να κάνουν. Δεν ήταν η κατάκτηση των αχανών περιοχών που ενδιέφερε την Μόσχα, αλλά να κρατήσει το μακροπρόθεσμο όπλο που υποθηκεύει την Ουκρανία και καθιστά το καθεστώς έναν απαραίτητο εταίρο της Δύσης. Ήταν στην πραγματικότητα ένας υβριδικός πόλεμος, με τον οποίο η Ρωσία χρησιμοποίησε ένα συνδυασμό δραστηριοτήτων μυστικών πρακτόρων, άτακτων εθελοντών, άμεσης στρατιωτικής επέμβασης και διπλωματικών κινήσεων. Όπως εξηγήθηκε παραπάνω, στο τέλος η επιτυχία ήταν μεγάλη, και το τίμημα που κατέβαλλε ήταν συγκριτικά πολύ χαμηλό.

Murmansk

Μετά από αυτές τις δύο στρατιωτικές επεμβάσεις, συνδεδεμένες μεταξύ τους αλλά διαφορετικού τύπου, η Μόσχα έχει εφαρμόσει ένα νέο και εντελώς διαφορετικό είδος στρατιωτικής επέμβασης, με βομβαρδισμούς από αέρος για την υποστήριξη του Σύρου συμμάχου, σε ένα σενάριο που δεν είναι αυτό της «πίσω αυλή του σπιτιού», αλλά το περίπλοκο και υπερπλήρες της Μέσης Ανατολής. Πρόκειται για μια στρατιωτική επέμβαση που προφανώς προετοιμάζονταν για μήνες με έντονη διπλωματική δραστηριότητα, όπως έχουμε δει, και για το οποίο έγινε μια πολύ έξυπνη και αποτελεσματική επιλογή του χρόνου. Η Δυτική ανταπόκριση ήταν αρκετά συγκρατημένη σε σχέση με την πολιτική σημασία του γεγονότος και από την αρχή διαγράφονταν στον ορίζοντα πιθανοί συμβιβασμοί με τις ΗΠΑ, και με τις χώρες της ΕΕ. Αλλά πιθανοί δεν σημαίνει σίγουροι: η ακραία αστάθεια του υπάρχοντος πλαισίου της Μέσης Ανατολής, καθώς και ο πολύ μεγάλος αριθμός των παραγόντων που συμμετέχουν, κάνουν αργή και περίπλοκη την διαδικασία της κάθε προσέγγισης. Η Ρωσία, για να συνοψίσω, όχι μόνο καταφεύγει συχνά στο μέσο του πολέμου, αλλά αυτή τη στιγμή απέδειξε την ικανότητά της να το χρησιμοποιήσει πολύ αποτελεσματικά και από στρατιωτική άποψη και ως μέσο της εσωτερικής και διεθνούς πολιτικής της. Παραδόξως, μπορούμε να πούμε ότι η Μόσχα το χρησιμοποιεί τα τελευταία δύο χρόνια με μεγαλύτερη ευελιξία και αποτελεσματικότητα σε σύγκριση με τις δυτικές χώρες.

unnamed (6)

Η αυξανόμενη χρήση της στρατιωτικής επέμβασης από τη Μόσχα θα μπορούσε τέλος, να θεωρηθεί ότι θα αναβαθμίσει εσωτερικά την φατρία των siloviki. Αλλά δεν είναι απαραιτήτως έτσι. Σε ένα πρόσφατο ενδιαφέρον άρθρο της η Catherine Samary11καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο απώτερος στόχος της ρωσικής ηγεσίας είναι να μπει στο «κλαμπ των μεγάλων» με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, και όχι εναντίον τους. Συμφωνώ μαζί της, αν και θα πρέπει να προστεθεί ότι σε αυτό το «κλαμπ» όλοι θα ήθελαν να είναι με τους δικούς τους όρους, και αυτό οδηγεί αναπόφευκτα σε συγκρούσεις. Αλλά αν αυτός είναι ο κύριος στόχος, που είναι εμφανής τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Συρία, είναι φυσικό ότι τον συμμερίζεται και η φατρία των «φιλελεύθερων» και, στη συνέχεια, θα επιβεβαιωθεί ότι ο Πούτιν στοχεύει επίσης στην εσωτερική σταθερότητα ώστε να επουλωθούν οι ρήξεις μεταξύ των διαφορετικών πολιτικών ομάδων πίεσης. Παραμένει το γεγονός ότι η όλο και πιο συχνή προσφυγή στη στρατιωτική επέμβαση δίνει δύναμη στον ρωσικό στρατιωτικο-βιομηχανικό μηχανισμό, που είναι σαφές ότι στο πλαίσιο της πολιτικής του Κρεμλίνου έχει περισσότερο από φιλικές σχέσεις με την Ευρωπαϊκή νεοφασιστική ακροδεξιά. Ο Πούτιν, ανεξάρτητα από τις στρατηγικές που ακολουθεί, στην πραγματικότητα αυξάνει την εξάρτησή του από τον μηχανισμό αυτό.
Με την έναρξη των ρωσικών βομβαρδισμών στη Συρία, έχουμε δει και πάλι χορωδίες από φωνές ενθουσιασμού τμημάτων της δεξιάς και της αριστεράς, που όλο και περισσότερο συγκλίνουν ιδεολογικά και όλο και περισσότερο είναι δύσκολο να διακριθούν οι υποστηρικτές των πολιτικών θέσεων. Η ιδέα τους είναι προφανώς ότι οδεύουμε προς έναν γεωπολιτικά πολυπολικό κόσμο και, επομένως, σε ένα καλύτερο κόσμο. Είναι μια ιδέα η οποία χωρίς δισταγμό καταλήγει στην τρέλα. Ένας πολυπολικός κόσμος πολεμοκάπηλων, εκμεταλλευτών και εγκληματιών με κανένα τρόπο δεν είναι ένα βήμα προς τα εμπρός, αλλά μόνο μια μεγαλύτερη κατρακύλα προς τον κίνδυνο ενός γενικευμένου πολέμου και άλλων καταστροφών. Για να το συνειδητοποιήσουμε ας σκεφτούμε απλώς τον «πολυπολικό» κόσμο που οδήγησε σε σημαντικές τραγωδίες όπως τον Πρώτο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι αρκετό να βάλουμε τον εαυτό μας στην κατάσταση όσων ζουν σήμερα αυτή την πολυπολικότητα στο πετσί τους, των Σύρων, οι οποίοι υπόκεινται σε όλο και περισσότερες σφαγές και εξαθλίωση και εξαναγκάζονται σε μια απελπισμένη φυγή από τη χώρα τους.

Μετάφραση: e la libertà

Πηγή: Andrea Ferrario, «L’intervento di Mosca in Siria e la crisi interna della Russia»,Crisi Globale, 15 Οκτωβρίου 2015.

You May Also Like

More From Author

+ There are no comments

Add yours